αναζητητής

αναζητητής
ο (θηλ. -τρία)
αυτός που αναζητεί, που ψάχνει ή ερευνά κάτι επίμονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναζητώ.
ΠΑΡ. αναζητητικός. Η λ. αναζητήτρια πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον λόγιο και εκδότη Αθανάσιο Σακελλάριο σε ερμήνευμα λέξεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αναζητητικός — ή, ό ο σχετικός με την αναζήτηση, ερευνητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναζητητής. Η λ. μαρτυρεί ται από το 1841 στο Νομοτεχνικό Ιταλοελληνικό Λεξικό) …   Dictionary of Greek

  • αναζητώ — ( έω) (Α ἀναζητῶ) (Ν και άω) 1. ερευνώ επίμονα και προσεκτικά, εξετάζω, διερευνώ 2. ζητώ, ψάχνω επίμονα νεοελλ. επιδιώκω, ποθώ, επιθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ζητώ. ΠΑΡ. αναζήτηση ( ις) νεοελλ. αναζητητής, αναζήτητος] …   Dictionary of Greek

  • μαστευτής — ο (Α μαστευτής) [μαστεύω] νεοελλ. αυτός που κάνει έρευνες για να ανακαλύψει υπόγεια ύδατα αρχ. μαστήρ*, αναζητητής, ερευνητής κάποιου προσώπου ή πράγματος …   Dictionary of Greek

  • Μαρουτσελιανή Βιβλιοθήκη — (Biblioteca Marucelliana). Βιβλιοθήκη, ιδρυτής της οποίας υπήρξε ο Φραντσέσκο Μαρουτσέλι (Francesco Marucelli, 1625 1703) διακεκριμένος βιβλιογράφος, συλλογέας και αναζητητής βιβλίων, τα οποία προόριζε για τους άπορους σπουδαστές της Φλωρεντίας.… …   Dictionary of Greek

  • Σρέκερ, Φραντς — (Schreker). Αυστριακός συνθέτης, διευθυντής ορχήστρας και καθηγητής (Μονακό 1878 Βερολίνο 1934). Σπούδασε στο Ωδείο της Βιέννης. Το 1908 ίδρυσε τη Φιλαρμονική Χορωδία της Βιέννης, που με τη διεύθυνση του, έκανε τις πρώτες εκτελέσεις πολλών έργων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”